- τέρην
- τέρην, εινα, εν (cf. τείρω): tender, soft, delicate.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
τέρην — ε(ι)να, εν, και δωρ. και αιολ. τ. γεν. τού θηλ. Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έγινε λείος με την τριβή 2. (κατ επέκτ.) μαλακός 3. (για ήχο) απαλός 4. μτφ. τρυφερός («τέρεν ἄνθος ἥβης», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το επίθ. τέρ ην (πρβλ. ἄρσην, ἔρσην) όσο… … Dictionary of Greek
τέρην — τέρος neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερείναις — τέρην soft fem dat pl τέρην soft fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερείνης — τέρην soft fem gen sg (attic epic ionic) τέρην soft fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερείνῃ — τέρην soft fem dat sg (attic epic ionic) τέρην soft fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρεινα — τέρην soft fem nom/voc sg τέρην soft neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρειναι — τέρην soft fem nom/voc pl τέρην soft fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρεινον — τέρην soft masc acc sg τέρην soft neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρεν — τέρην soft masc voc sg τέρην soft neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρενα — τέρην soft neut nom/voc/acc pl τέρην soft masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερένοιν — τέρην soft masc/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)